χρυσόχρωμος

χρυσόχρωμος
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει το χρώμα τού χρυσού, χρυσαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. σταχτό-χρωμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χρυσόψαρο — Κοινή ονομασία του ψαριού κυπρίνος ο χρυσόχρωμος. Χρυσόψαρο (κυπρίνος ο χρυσόχρωμος) σε γυάλα (φωτ. ΑΠΕ). * * * το, Ν 1. κοινή ονομασία πολύ διαδεδομένου ψαριού ενυδρείου, γνωστού με την επιστημονική ονομασία Carassius auratus, που ανήκει στην… …   Dictionary of Greek

  • καράσιος — (Carassius). Γένος ψαριών της οικογένειας των κυπρινιδών. Τα άτομα του γένους έχουν μακρύ ραχιαίο πτερύγιο και τα φαρυγγικά τους τόξα είναι διατεταγμένα σε μια σειρά. Στο γένος αυτό ανήκουν δύο είδη: ο κ. ο κοινός και ο κ. ο χρυσόχρωμος. Ο κ. ο… …   Dictionary of Greek

  • κυπρίνος — (Cyprinus). Γένος τελεόστεων ψαριών των γλυκών νερών, της οικογένειας των κυπρινιδών, με κύριο αντιπρόσωπο το είδος Cyprinus carpio. Ο κ. πιθανότατα κατάγεται από την Ασία, απ’ όπου διαδόθηκε στη συνέχεια στην Ευρώπη και πιο πρόσφατα στις… …   Dictionary of Greek

  • κύπρινος — (Cyprinus). Γένος τελεόστεων ψαριών των γλυκών νερών, της οικογένειας των κυπρινιδών, με κύριο αντιπρόσωπο το είδος Cyprinus carpio. Ο κ. πιθανότατα κατάγεται από την Ασία, απ’ όπου διαδόθηκε στη συνέχεια στην Ευρώπη και πιο πρόσφατα στις… …   Dictionary of Greek

  • πετεινός — Κοινή ονομασία διάφορων ορνιθόμορφων της οικογένειας των Φασιανιδών. Οποιαδήποτε κι αν είναι η φυλή του, είτε είναι άγριος ή κατοικίδιος, κάθε π. έχει στο κεφάλι του ένα σαρκώδες λειρί, διάφορων σχημάτων, που συνοδεύεται μερικές φορές από ένα… …   Dictionary of Greek

  • ροφός — (epinephehus guaza). Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των σερρανιδών, της τάξης των περκόμορφων. Ο ρ., που είναι κοινός στη Μεσόγειο, αλλά κάνει την εμφάνισή του και σε εκτεταμένες παράκτιες ζώνες των τριών ωκεανών, ζει κυρίως στις ανωμαλίες του… …   Dictionary of Greek

  • χρυσάντινος — ίνη, ον, Α χρυσόχρωμος, χρυσαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για εσφ. γρφ., αντί του ορθού χρυσάνθινος < χρυσ(ο) * + ἄνθινος (< ἄνθος), πιθ. κατ επίδραση τού δάνειου στην Λατινική τ. chrissantinum «είδος φυτού, φλόμος»] …   Dictionary of Greek

  • χρυσόχρους — ουν, και χρυσόχροος, ον, ΜΑ χρυσόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + χρους (< χρώς* «χρώμα»), πρβλ. χαλκό χρους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”